σκοπιάν

σκοπιάν
σκοπιά̱ν , σκοπιά
lookout-place
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκοπιᾶν — σκοπιά lookout place fem gen pl (doric aeolic) σκοπιάζω spy from a high place fut part act masc voc sg (doric aeolic) σκοπιάζω spy from a high place fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκοπιάζω spy from a high place fut part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • σκοπιά — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”